- συμβολαιογραφία
- η1) должность нотариуса; 2) срок пребывания на должности нотариуса
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συμβολαιογραφία — η, Ν 1. το επάγγελμα τού συμβολαιογράφου 2. ο χρόνος κατά τον οποίον ο συμβολαιογράφος ασκεί τα καθήκοντά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμβολαιογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Νομοτεχνικόν Λεξικόν] … Dictionary of Greek
συμβολαιογραφία — η το επάγγελμα του συμβολαιογράφου και ο χρόνος κατά τον οποίο το ασκεί κάποιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek